111
110
Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις
Όπου τα πραγματοποιηθέντα έξοδα πλέον των καθαρών κερδών
(μείον των ζημιών) που έχουν αναγνωρισθεί υπερβαίνουν τις
προοδευτικές τιμολογήσεις, η διαφορά εμφανίζεται ως απαίτηση
από πελάτες συμβολαίων έργων στο κονδύλι «Πελάτες και λοιπές
απαιτήσεις». Όταν οι προοδευτικές τιμολογήσεις υπερβαίνουν
τα πραγματοποιηθέντα έξοδα πλέον των καθαρών κερδών (μείον
των ζημιών) που έχουν αναγνωρισθεί, το υπόλοιπο εμφανίζεται ως
υποχρέωση προς τους πελάτες συμβολαίων έργων στο κονδύλι
«Προμηθευτές και λοιπές υποχρεώσεις».
3.25 Διανομή μερισμάτων
Η διανομή μερισμάτων στους μετόχους της μητρικής αναγνωρίζεται
ως υποχρέωση στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις την
ημερομηνία κατά την οποία η διανομή εγκρίνεται από την Γενική
Συνέλευση των μετόχων.
3.26 Προσδιορισμός κονδυλίου «Λειτουργικά
αποτελέσματα προ Φόρων, Χρηματοδοτικών,
Επενδυτικών Αποτελεσμάτων και Συνολικών
Αποσβέσεων» (EBITDA Ομίλου)
Τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) δεν
ορίζουν το περιεχόμενο εταιρικών χρηματοοικονομικών μεγεθών
(proforma figures), όπως τα EBITDA, και συνεπώς ο Όμιλος ορίζει
τα μεγέθη αυτά με τέτοιο τρόπο ώστε να απεικονίζει ορθότερα
τη λειτουργική του απόδοση όπως αυτή προκύπτει από τους
επιχειρηματικούς τομείς στους οποίους δραστηριοποιείται. Ο
Όμιλος ορίζει το μέγεθος «EBITDA Ομίλου» ως τα αποτελέσματα
προ φόρων προσαρμοσμένα για χρηματοοικονομικά και επενδυτικά
αποτελέσματα, για συνολικές αποσβέσεις (ενσώματων και άυλων
παγίων περιουσιακών στοιχείων) καθώς και για τις επιδράσεις
ειδικών παραγόντων. Ο Όμιλος χρησιμοποιεί τα «EBITDA Ομίλου»,
προσαρμοσμένα για ειδικούς παράγοντες, ως ένα εσωτερικό δείκτη
απόδοσης της διαχείρισης των λειτουργικών δραστηριοτήτων του.
Οι ειδικοί αυτοί παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στον
υπολογισμό των EBITDA του Ομίλου Μυτιληναίου είναι οι εξής:
α) Το μερίδιο του Ομίλου στα EBITDA συνδεδεμένων εταιρειών
όταν αυτές δραστηριοποιούνται σε κύριο επιχειρηματικό τομέα της
δραστηριότητάς του και
β) Το κέρδος του Ομίλου από κατασκευή παγίων για
λογαριασμό θυγατρικών ή συνδεδεμένων εταιρειών όταν
αυτές δραστηριοποιούνται σε κύριο επιχειρηματικό τομέα της
δραστηριότητάς του.
Σημειώνεται ότι, στην κατάσταση αποτελεσμάτων του Ομίλου, όπως
αυτή καταρτίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ΔΛΠ 1 και σύμφωνα
με το ΔΛΠ 28 περιλαμβάνεται το κέρδος του Ομίλου από κατασκευή
παγίων για λογαριασμό θυγατρικών ή συγγενών εταιρειών που
δραστηριοποιούνται σε κύριο επιχειρηματικό τομέα δραστηριότητας
του διαγράφεται κατά την ενοποίηση. Ο λόγος για αυτό είναι ότι
η ανάκτηση του παραπάνω ποσού σε
επίπεδο καθαρής κερδοφορίας Ομίλου
θα πραγματοποιηθεί μέσω ανάλογων
θετικών προσαρμογών στις αποσβέσεις.
Κατά συνέπεια, για τον υπολογισμό των
EBITDA (λειτουργικά αποτελέσματα προ
αποσβέσεων) ο Όμιλος δεν διαγράφει
το κέρδος κατασκευής παγίων καθώς η
ανάκτηση του μέσα από τη χρήση τους
αναμένεται να εμφανιστεί μόνο στα
αποτελέσματα μετά αποσβέσεων.
Ο Όμιλος δηλώνει ότι ο τρόπος που
υπολογίζει τα EBITDA μπορεί να διαφέρει
από τον τρόπο που ο υπολογισμός αυτός
γίνεται από άλλες εταιρείες / ομίλους,
τηρείται ωστόσο με συνέπεια σε όλες τις
Οικονομικές Καταστάσεις που δημοσιεύει,
αλλά και σε κάθε άλλη χρηματοοικονομική
ανάλυση
που
δημοσιοποιεί.
Συγκεκριμένα, στα χρηματοοικονομικά
αποτελέσματα περιλαμβάνονται μόνο
χρηματοοικονομικά έσοδα και έξοδα
τόκων, ενώ τα επενδυτικά αποτελέσματα
περιλαμβάνουν:
κέρδη/
ζημιές
χρηματοοικονομικών στοιχείων σε εύλογη
αξία μέσω αποτελεσμάτων, αποτίμηση
χρηματοοικονομικών
στοιχείων
σε
εύλογη αξία, μερίδιο αποτελέσματος σε
συνδεδεμένες εταιρείες και κέρδη από
πώληση χρηματοοικονομικών στοιχείων
όπως η διάθεση θυγατρικών ή/ και
συνδεδεμένων εταιρειών.
Τέλος, σημειώνεται ότι το κονδύλι «EBITDA
Ομίλου» δεν θα πρέπει να συγχέεται με
το κονδύλι «Κέρδη/(Ζημιές) προ φόρων,
χρηματοοικονομικών,
επενδυτικών
αποτελεσμάτων
και
συνολικών
αποσβέσεων» που υπολογίζεται για τους
σκοπούς της Απόφασης 6/448/11.10.2007
του
Διοικητικού
Συμβουλίου
της
Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, βάσει της
σχετικής Εγκυκλίου αρ. 34 καθώς ο
σκοπός του τελευταίου δεν είναι να
ορίσει μεγέθη όπως τα EBITDA παρά την
ονοματολογική του προσέγγιση.
3.27 Υποχρέωση εκπομπών
ρύπων
Οι εκπομπές ρύπων αναγνωρίζονται
με βάση την μέθοδο της καθαρής
υποχρέωσης με την οποία , ο Όμιλος
αναγνωρίζει υποχρέωση από εκπομπές
ρύπων όταν οι πραγματικές υπερβαίνουν
τα κατανεμημένα από την Ε.Ε δικαιώματα εκπομπής. Η
υποχρέωση επιμετράται σε εύλογες αξίες στο βαθμό που
ο Όμιλος έχει την υποχρέωση κάλυψης του ελλείμματος
μέσω αγορών . Τα δικαιώματα που αποκτώνται πλέον
των απαιτούμενων για την κάλυψη των ελλειμμάτων
αναγνωρίζονται ως άυλα στοιχεία του ενεργητικού στο
κόστος.
3.28 Λογιστική Αντιστάθμισης
Τα παράγωγα χρηματοοικονομικά στοιχεία όπως είναι τα
Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης Εμπορευμάτων (Com-
modity Futures) και τα Προθεσμιακά Συμβόλαια Νομισμάτων
(Currency Forwards), χρησιμοποιούνται για την διαχείριση
του κινδύνου που συνδέεται με τις επιχειρηματικές
δραστηριότητες του Ομίλου καθώς και του κινδύνου που
σχετίζεται με τη χρηματοδότηση αυτών των δραστηριοτήτων.
Με την έναρξη της αντισταθμιστικής συναλλαγής και την
επακόλουθη χρήση των παράγωγων χρηματοοικονομικών
στοιχείων, ο Όμιλος τεκμηριώνει την αντισταθμιστική σχέση
μεταξύ του αντισταθμιζόμενου στοιχείου και του μέσου
αντιστάθμισης αναφορικά με την διαχείριση κινδύνου και την
στρατηγική ανάληψης της συναλλαγής. Ο Όμιλος ακόμη
τεκμηριώνει την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της
αντιστάθμισης όσον αφορά τον συμψηφισμό των μεταβολών
στην εύλογη αξία ή των ταμιακών ροών των αντισταθμιζόμενων
στοιχείων, τόσο κατά την έναρξη της αντισταθμιστικής σχέσης
όσο και σε συνεχιζόμενη βάση.
Όλα τα παράγωγα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία
αρχικώς αναγνωρίζονται στην εύλογη αξία κατά την
ημερομηνία διακανονισμού και ακολούθως αποτιμώνται στην
εύλογη αξία. Τα παράγωγα χρηματοοικονομικά στοιχεία
απεικονίζονται στα περιουσιακά στοιχεία όταν η εύλογη αξία
είναι θετική και στις υποχρεώσεις όταν η εύλογη αξία είναι
αρνητική.
Όταν τα παράγωγα χρηματοοικονομικά στοιχεία δεν μπορούν
να αναγνωριστούν σαν μέσα αντιστάθμισης, οι μεταβολές
στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζονται στην Κατάσταση
Αποτελεσμάτων.
Υπάρχουν τρία είδη αντισταθμιζόμενων σχέσεων:
Α. Αντιστάθμιση της Εύλογης Αξίας
Αντιστάθμιση εύλογης αξίας είναι η αντιστάθμιση της
έκθεσης στη διακύμανση της εύλογης αξίας αναγνωρισμένου
περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης ή μη αναγνωρισμένης
βέβαιης δέσμευσης ή μέρος αυτών που οφείλεται σε
συγκεκριμένο κίνδυνο και θα μπορούσε να επηρεάσει τα
αποτελέσματα. Εάν η αντιστάθμιση της εύλογης αξίας
πληροί τα κριτήρια της λογιστικής αντιστάθμισης, τότε
θα αντιμετωπίζεται λογιστικά ως εξής: το κέρδος ή η ζημία
από την εκ νέου επιμέτρηση του μέσου αντιστάθμισης στην
εύλογη αξία θα αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα. Για τα μη
παράγωγα μέσα αντιστάθμισης που χρησιμοποιούνται για να
αντισταθμίσουν τον κίνδυνο από ξένο νόμισμα, μόνο το στοιχείο
σε ξένο νόμισμα της λογιστικής του αξίας, θα αναγνωρίζεται
στα αποτελέσματα – ολόκληρο το μέσο
χρειάζεται να επιμετρηθεί ξανά. Το κέρδος
ή η ζημιά στο αντισταθμιζόμενο στοιχείο
που αποδίδονται στον αντισταθμιζόμενο
κίνδυνο πρέπει να αναγνωρίζονται
απευθείας
στα
αποτελέσματα
προκειμένου να αντισταθμίσουν την
μεταβολή της λογιστικής αξίας του
μέσου αντιστάθμισης. Αυτό εφαρμόζεται
για στοιχεία που αναγνωρίζονται στο
κόστος κτήσης και για τα διαθέσιμα
προς
πώληση
χρηματοοικονομικά
στοιχεία. Κάθε αναποτελεσματικότητα
αντιστάθμισης αναγνωρίζεται απευθείας
στα αποτελέσματα.
Β. Αντιστάθμιση Ταμειακών Ροών
Με την αντιστάθμιση των ταμειακών ροών,
η επιχείρηση προσπαθεί να καλύψει τους
κινδύνους που προκαλούν μεταβολή
στις ταμειακές ροές και προέρχονται
από ένα στοιχείο του ενεργητικού ή μία
υποχρέωση ή μία μελλοντική συναλλαγή
και η μεταβολή αυτή θα επηρεάσει το
αποτέλεσμα της χρήσης. Παραδείγματα
της
αντιστάθμισης
των
ταμιακών
ροών του Ομίλου περιλαμβάνουν
μελλοντικές συναλλαγές σε ξένο
νόμισμα που υπόκεινται σε μεταβολές
στις συναλλαγματικές ισοτιμίες καθώς
και μελλοντικές πωλήσεις αλουμινίου
που υπόκεινται σε μεταβολές στις τιμές
πώλησης. Οι μεταβολές στην λογιστική
αξία του αποτελεσματικού μέρους του
μέσου αντιστάθμισης αναγνωρίζονται στα
Ίδια Κεφάλαια σαν «Αποθεματικό» ενώ το
αναποτελεσματικό μέρος αναγνωρίζεται
στην Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσης.
Τα ποσά που συσσωρεύονται στα ίδια
κεφάλαια μεταφέρονται στην κατάσταση
αποτελεσμάτων χρήσης στις περιόδους
που τα αντισταθμιζόμενα στοιχεία
αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα όπως
σε μία προσδοκώμενη πώληση. Όταν ένα
στοιχείο αντιστάθμισης ταμιακών ροών
εκπνεύσει ή πωληθεί, διακοπεί ή ασκηθεί
χωρίς να αντικατασταθεί ή όταν ένα
αντισταθμιζόμενο στοιχείο δεν πληροί
πλέον τα κριτήρια για την λογιστική
αντιστάθμισης, κάθε σωρευτικό κέρδος ή
ζημιάπουυπάρχεισταίδιακεφάλαιαεκείνη
την στιγμή παραμένει στα ίδια κεφάλαια
και αναγνωρίζεται όταν η προσδοκώμενη
συναλλαγή πραγματοποιηθεί. Εάν η
σχετιζόμενη συναλλαγή δεν αναμένεται
ναπραγματοποιηθεί, τοποσόμεταφέρεται
στα αποτελέσματα.